Κοροίβου

Κοροίβου
Κόροιβος
fool
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοροίβου — κόροιβος fool masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

  • κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …   Dictionary of Greek

  • μεταγενής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος αρχιτέκτονας (5ος αι. π.Χ.). Το όνομά του αναφέρεται στον Πλούταρχο και ανήκε στον δήμο Ξυπετίων. Μετά τον θάνατο του αρχιτέκτονα Κόροιβου εργάστηκε στο Τελεστήριο της Ελευσίνας, όπου κατασκεύασε το διάζωμα… …   Dictionary of Greek

  • Γαστούνης, δήμος — Δήμος (11.523 κάτ.) του νομού Ηλείας, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο καθώς και τις πρώην κοινότητες Καβάσιλα, Καρδιακαυτίου, Κοροίβου, Λευκοχωρίου, Παλαιοχωρίου και Ρουπακίου, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Ορσίππος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λακεδαιμόνιος κριτής. Ήταν ένας από τους τρεις κριτές (οι άλλοι δύο ήταν ο Μένασκος και ο Ηριππίδας, οι οποίοι απένειμαν τα έπαθλα, που ο βασιλιάς της Σπάρτης Αγησίλαος είχε ορίσει γυρίζοντας από την Ασία, για τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”